- Ινδο(υ)στάν
- τοπεριοχή της βόρειας Iνδίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ινδο(υ)στανικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στο Ινδο(υ)στάν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)